προσανατίθημι

προσανατίθημι
Α
1. προσφέρω ή αφιερώνω κάτι επιπροσθέτως
2. αποδίδω σε κάποιον κάτι
3. μέσ. προσανατίθεμαι
α) αναλαμβάνω πρόσθετο βάρος, επιφορτίζομαι επί πλέον
β) συμπράττω με κάποιον σε κάτι, βοηθώ κάποιον
γ) (με δοτ.) συσκέπτομαι με κάποιον ή συμβουλεύομαι κάποιον σχετικά με ένα ζήτημα
δ) λαμβάνω κάτι υπ' όψιν μου, τό υπολογίζω, τό λογαριάζω
ε) αναφέρω κάτι ως αξιοπαρατήρητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἀνατίθημι «αποδίδω, αφιερώνω ως ανάθημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσανατίθημι — προσανατίθεμαι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”